- ὁμόψηφος
- ὁμόψηφοςvoting withmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομόψηφος — η, ο (Α ὁμόψηφος, ον) αυτός που δίνει την ίδια ψήφο με άλλον ή άλλους («ὁμόψηφοι κατ ἐκείνων τῶν ἀνδρῶν τοῑς τριάκοντα γενήσονται», Λυσ.) νεοελλ. αυτός που αποφασίστηκε ομόθυμα, με κοινή ψήφο αρχ. αυτός που έχει το ίδιο δικαίωμα ψήφου ή γνώμης με … Dictionary of Greek
ὁμόψηφον — ὁμόψηφος voting with masc/fem acc sg ὁμόψηφος voting with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοψήφοις — ὁμόψηφος voting with masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοψήφου — ὁμόψηφος voting with masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοψήφους — ὁμόψηφος voting with masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοψήφων — ὁμόψηφος voting with masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοψήφῳ — ὁμόψηφος voting with masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόψηφα — ὁμόψηφος voting with neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόψηφοι — ὁμόψηφος voting with masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek